- βουνοσειρά
- ησειρά από βουνά, οροσειρά: Η βόρεια Ελλάδα καλύπτεται από πολλές βουνοσειρές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουνοσειρά — η η οροσειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουνό (ν) + σειρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αντ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
σκοτάδι — το, Ν 1. έλλειψη φωτός, σκότος (α. «κοιτάζοντας ο καθένας τον ίδιο κόσμο χωριστά, το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά», Σεφέρης β. «εκεί που τραβούσανε τη νύχτα στο σκοτάδι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) έλλειψη σαφήνειας, βεβαιότητας ή σιγουριάς («η… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Ουράλια — τα βουνοσειρά στη ΒΑ Ρωσία, στα σύνορα με την Ασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οροσειρά — η σειρά από συνεχόμενα όρη, αλλ. βουνοσειρά: Η οροσειρά της Πίνδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)